εὐλογίας

εὐλογίας
εὐλογίᾱς , εὐλογία
good or fine language
fem acc pl
εὐλογίᾱς , εὐλογία
good or fine language
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • Τζένερ, Έντουαρντ — (Jenner, Berkeley, Gloucestershire 1749 – 1823). Άγγλος γιατρός, στον οποίο οφείλεται η πρώτη μέθοδος αποτελεσματικής ανοσοποιητικής προφύλαξης. Βασισμένος στη διαπίστωση, ότι η δαμαλίτιδα προκαλούσε ανοσία κατά της ευλογιάς, ασχολήθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • благословениѥ — БЛАГОСЛОВЕНИ|Ѥ (200), ˫А с. 1.Призвание на кого л. божьей помощи, благодати; благословение: даи емоу г҃ь б҃ъ бл҃ние ст҃ыхъ еванг҃листъ. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); съвьрши сиѥ еуа(г)ѥ на бл(с)вниѥ прѣст҃ѣи чс҃тѣи... б҃ци ЕвМст до 1117, 213… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благословлениѥ — БЛАГОСЛОВЛЕНИ|Ѥ (148), ˫А с. То же, что благословениѥ. 1.В 1 знач.: ишти молитвы проси бл҃гсловлени˫а. Изб 1076, 60; и приимъше бл҃гословлениѥ ѡ(т)везошасѩ отътоудоу. и присташа въ фроугии. ЧудН XII, 66г; бысть же тако бл҃гословлениѥ въ домоу… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • αναδαμαλισμός — Η επανάληψη του εμβολιασμού κατά της ευλογιάς, που είναι απαραίτητη εξαιτίας της περιορισμένης διάρκειας της προφυλακτικής δύναμης του πρώτου δαμαλισμού. Οι αντιδράσεις που παρουσιάζει εκείνος που αναδαμαλίζεται είναι η ανάπτυξη μικρής βλατίδας… …   Dictionary of Greek

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

  • богословлениѥ — БОГОСЛОВЛЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. 1.Богословие, теология: Анаксагоръ Ѡклажанинъ, и Платонъ Афинѣ˫анинъ к симъ изидоша, б҃ословленiемь и фисилогиѥмь, рекше родословиѥмь, лоучьше наоучитисѩ ѡ(т) нихъ надѣюще(с). (ϑεολογίαν) ГА XIII XIV, 93в; нѣ(с)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • EULOGIA — Graece Εὐλογία, inter sacra Eucharistiae nomina, r ad Corinih. c. 10. v. 16. Τό ποτήριον τῆς ἐυλογίας, ὃ ἐυλογοῦμεν, Calix benedictionis, cui benediciumus. Propter Christum nempe Εὐλογήσαντα, dum sacra ista signa tractaret, Matth. c. 26. v. 26.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”